ὀρθοφυής

ὀρθοφυής
ὀρθοφυής
of straight growth
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ορθοφυής — ές (Α ὀρθοφυής, ές) (για φυτό) αυτός που βλαστάνει κατακόρυφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. ευθυ φυής] …   Dictionary of Greek

  • ὀρθοφυῆ — ὀρθοφυής of straight growth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀρθοφυής of straight growth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀρθοφυής of straight growth masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοφυές — ὀρθοφυής of straight growth masc/fem voc sg ὀρθοφυής of straight growth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοφυέστατον — ὀρθοφυής of straight growth masc acc superl sg ὀρθοφυής of straight growth neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοφυέσι — ὀρθοφυής of straight growth masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατιφές — Κοινή ονομασία ετήσιων ανθόφυτων. Οι κ. κατατάσσονται σε δύο ομάδες ποικιλιών: στους όρθιους και υψηλούς, που προήλθαν από το είδος ταγέτης ο ορθοφυής, και στους κατακείμενους (νάνοι), που προήλθαν από τον ταγέτη τοναναπεπταμένο. Και τα δύο… …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθοφυΐα — η (Α ὀρθοφυΐα) [ορθοφυής] (για φυτό) η κατακόρυφη ανάπτυξη …   Dictionary of Greek

  • ορθοφυώ — ὀρθοφυῶ, έω (Α) [ορθοφυής] (για φυτό) βλαστάνω κατακόρυφα …   Dictionary of Greek

  • ταγίτης — (tagetes). Γένος φυτών της οικογένειας των σύνθετων. Πρόκειται για ετήσιο ή πολυετές φυτό, ύψους 70 80 εκ. Τα φύλλα του είναι φτερωτά και τα άνθη του κίτρινα, πορτοκαλόχρωμα και σκούρα καστανά. Αριθμεί περισσότερα από 35 είδη τα κυριότερα από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”